Το Σαρανταλείτουργο


Ἕνας βράχος ἔπεσε καὶ καταπλάκωσε πολλοὺς ἐργάτες σ’ ἕνα νταμάρι. Ἡ γυναίκα ἑνὸς ἀπ’ αὐτούς, ἡ κ. Ἀργυρώ , θεωρώντας νεκρὸ πλέον τὸν ἄνδρα της, ἔδωσε σ’ ἕναν παπᾶ ὅ,τι μπο-ροῦσε ἀπ’ τὸ ὑστέρημά της, γιὰ νὰ κάμει σαράντα λειτουργίες ὑ-πὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς του. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸν τοῦ ἔδινε καθημερινὰ ἕνα πρόσφορο, ἕνα μπουκαλάκι νάμα καὶ μιὰ λαμπάδα. Ὅταν ὁ ἱερέας ἔφτασε στὶς εἴκοσι λειτουργίες, ὁ διάβολος φθόνησε τὴν εὐλάβεια τῆς γυναίκας. Τῆς παρουσιάζεται λοιπὸν καὶ τῆς λέει, ὅτι ὁ παπᾶς ἔφυγε γιὰ κάποια ἐπείγουσα δουλειά του. Δὲν εἶχε νόημα νὰ τοῦ στείλει πρόσφορο. Θὰ τοῦ τὸ ἔστελνε τὴν ἄλλη ἡμέρα. Αυτὸ τῆς τό ’καμε τρεῖς φορὲς στὸ διάστημα τῶν σαράντα λειτουργιῶν.

Ἐν τῷ μεταξὺ οἱ διασῶστες προσπαθοῦσαν νὰ ἀπομακρύνουν τὰ χώματα. Ἔβγαζαν συνεχῶς πολλοὺς νεκρούς. Σὲ κάποιο ση-μεῖο ἄκουσαν ἀπὸ τὸ βάθος μιὰ φωνή:

- Προσέξτε, ζῶ. Σκάψτε μὲ προσοχή, γιατὶ ἀπὸ πάνω μου εἶναι δυὸ πέτρες. Ἂν πέσουν θὰ μὲ θανατώσουν.

Οἱ διασῶστες κατάπληκτοι ἔσκαψαν προσεκτικὰ ἀπὸ τὰ πλάγια καὶ βρῆκαν τὸν ἄνθρωπο ζωντανό. Ἦταν ὁ ἄνδρας τῆς κ. Ἀργυρῶς!

Στὴν ἀπορία ὅλων πῶς ἐπέζησε τόσες μέρες χωρὶς τροφή, ἀπάντησε:

- Κάθε μέρα μοῦ ἔδινε κάποιος, χωρὶς νὰ τὸν βλέπω, ἕνα ψωμί, ἕνα μπουκάλι κρασὶ καὶ μιὰ λαμπάδα ἀναμμένη ποὺ ἔφεγγε μπροστά μου. Ἔτσι ἔτρωγα, ἐκτὸς ἀπὸ τρεῖς μέρες ποὺ δὲν ἔφαγα τίποτα, οὔτε φῶς εἶδα καὶ πικράθηκα πολύ, γιατὶ νόμισα πὼς γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου σταμάτησε τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ νὰ μὲ βοηθᾶ. Κι ἐνῷ περίμενα πὼς θὰ πεθάνω ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα, εἶδα τὴν ἀναμμένη λαμπάδα, τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ ξανὰ σὰν πρῶτα καὶ δόξασα τὸν Θεό, ποὺ δὲν μὲ ἐγκατέλειψε μέχρι τὸ τέλος.

Γεμᾶτοι θαυμασμὸ δόξασαν τότε ὅλοι τὸν Θεό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου