Κύριε, μη με ελεήσεις


Πρίν ἀπό πολλά χρόνια ζοῦσε σέ κάποιο χωριό τῆς πατρίδος μας ἕνας νέος, πού ἀπό μικρός εἶχε τόν πόθο νά γίνει ἀσκητής. Ὑπῆρχαν ὅμως κάποιες δυσκολίες: Ἦταν ἀγράμματος, βραδύγλωσσος, λίγο βραδύνους καί μέ οἰκογενειακές ὑποχρεώσεις. Ὅμως στήν ἡλικία τῶν 40 περίπου ἐτῶν μπόρεσε νά πραγματοποιήσει τήν κρυφή του ἁγία ἐπιθυμία. Ἔφυγε ἀπό τό χωριό του καί περιπλανώμενος ἀπό τόπου εἰς τόπον κατέληξε σέ ἕνα ἐρημονῆσι, ὅπου βρῆκε ἕνα γέροντα ἀσκητή πού τοῦ ἀνέπαυε τήν καρδιά καί ἔγινε ὑποτακτικός του. Μέ ἔκπληξη λοιπόν παρατηροῦσε ὅτι ὅταν προσευχόταν ὁ Γέροντάς του ἔλαμπε ὁλόκληρος, καί ἰδιαιτέρως ὅταν παρακλητικά καί μετά δακρύων ἔλεγε «Κύριε, ἐλέησόν με». Ὁ Γέρων ἀσκητής ἦταν καί αὐτός ἀγράμματος, ἀλλά οἱ συμβουλές του ἦταν πολύτιμες καί γεμάτες σοφία καί ὅλη του ἡ πνευματική προσπάθεια συγκεντρωνόταν στό πῶς νά μάθει νά προσεύχεται καί ὁ ὑποτακτικός του μέ τό «Κύριε, ἐλέησόν με».

Τήν τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς του ὁ Γέροντας ἀσκητής χάρισε στόν ὑποτακτικό του τό τρίχινο μισοτριμμένο ράσο του, ξάπλωσε κάτω, ἔκανε τόν σταυρό του καί λέγοντας τρεῖς φορές τό «Κύριε, ἐλέησόν με», ἡ ὀσιακή του ψυχή πέταξε στόν οὐρανό. Μετά τήν κοίμηση καί ταφή τοῦ Γέροντά του, ὁ ἐν λόγῳ ὑποτακτικός ζοῦσε πλέον ὁλομόναχος στό ἐρημονήσι ὡς ἀσκητής καί ἡσυχαστής μέσα σέ μιά σπηλιά, ἀκολουθῶντας τό ἴδιο τυπικό προσευχῆς καί κανόνων πού παρέλαβε ἀπό τόν Γέροντά του. Ἔτσι πέρασαν 30 ὁλόκληρα χρόνια, χωρίς νά δεῖ ποτέ του ἄνθρωπο. Μέ τό πέρασμα ὅμως τῶν ἐτῶν καί μέ τήν βραδυγλωσσία καί βραδύνοια πού τόν διέκρινε, μπέρδευε τά λόγια τῆς Εὐχῆς προσευχόμενος ἔλεγε «Κύριε, μή μέ ἐλεήσεις»!.

Ἡ καρδιά του ὅμως ἦταν δοσμένη ὁλόκληρη στόν Θεό, γι αὐτό καί δάκρυα ἔτρεχαν ἄφθονα ἀπό τά γεροντικά του μάτια, ὅταν μέρα-νύχτα προσευχόταν μέ κατάνυξη καί συντριβή, ἐπαναλαμβάνοντας χιλιάδες φορές τό «Κύριε, μή μέ ἐλεήσεις». Κάποια ἀνοιξιάτικη μέρα ἕνα καράβι ἄραξε κοντά στό ἐρημονῆσι. Ἕνας ἀπό τούς ἐπιβάτες του ἦταν καί ὁ ἐπίσκοπος τῆς ἐπαρχίας ἐκείνης καί ὁ καπετάνιος γιά νά τόν ξεκουράσει καί νά τόν εὐχαριστήσει, τόν πῆρε μέ μιά βάρκα καί πῆγαν στό νησί γιά νά περπατήσουν. Ἀντίκρυσαν ἐκεῖ ἕνα μονοπάτι τό ὁποῖο ἀκολούθησαν καί ἔφτασαν μπροστά σέ μιά σπηλιά ὅπου ἀπό μέσα ἄκουσαν τήν πονεμένη προσευχή τοῦ ἀσκητοῦ πού ἔλεγε συνεχῶς «Κύριε, μή μέ ἐλεήσεις». Προχώρησε ὁ ἐπίσκοπος καί εἶδε ἕνα σκελετωμένο γέροντα ἀσκητή, μέ μάτια βαθουλωμένα μέσα στίς κόγχες τους, νά εἶναι γονατιστός καί ὁλόλαμπρος νά προσεύχεται καί νά κλαίει.



Ὁ δεσπότης μέ πολλή συστολή προσπάθησε νά τοῦ πεῖ ὅτι αὐτή ἡ προσευχή του δέν εἶναι σωστή καί πρέπει νά λέει «Κύριε, ἐλέησόν με».



Ταράχθηκε ὁ ἀσκητής πιστεύοντας, ὅτι 30 τόσα χρόνια ἔκανε κακό στή ψυχή του καί ξέσπασε σέ κλάμματα ἱκετεύοντας τόν ἐπίσκοπο νά τόν μάθει νά λέει σωστά τήν προσευχή. Κι ἐκεῖνος μέ δέος προσπάθησε γιά ἀρκετή ὥρα νά τοῦ «στρώσει» τή γλῶσσα στό νά λέει «Κύριε, ἐλέησόν με». Φεύγοντας ὁ ἐπίσκοπος τόν συνόδευσε ὁ ἀσκητής μέχρι τήν ἀκροθαλασσιά, ἐπαναλαμβάνοντας μαζί του τό «Κύριε, ἐλέησόν με», γιά νά μήν τό ξεχάσει.



Τό καράβι ἔφυγε καί ὁ ἀσκητής τό παρακολουθοῦσε μέ τό βλέμμα του λέγοντας συνεχῶς «Κύριε, ἐλέησόν με». Δέν πέρασαν πέντε λεπτά καί ὁ ἐρημίτης ξέχασε τό «Κύριε, ἐλέησόν με», σάστισε καί ζαλίστηκε.



- Καί τώρα τί θά γίνω; καί ξέσπασε σέ δάκρυα.



Στήν ἀπελπισία του πετάει στή θάλασσα τό κουρελιασμένο ράσο του καί βαδίζει πάνω σέ αὐτό πρός τό καράβι. -Φάντασμα, φάντασμα.! φώναζαν τρομαγμένοι οἱ ναῦτες.



Μέ τίς φωνές ἀνέβηκε ὁ δεσπότης στό κατάστρωμα καί εἶδε τόν ἀσκητή νά τοῦ φωνάζει:



- Τί νά λέω; Τί νά λέω δεσπότη μου;



Καί ἐκεῖνος μέ συγκίνηση τοῦ ἀπάντησε:



- Ὅ,τι ἔλεγες νά λές παιδί μου! Αὐτή εἶναι ἡ καλύτερη προσευχή γιά τήν ψυχή σου. Συγχώρεσέ με καί κάνε καί γιά μένα ἕνα σταυρό!







Μητροπολίτου Χίου Παντελεήμονος Φωστίνη,



διασκευή ἀπό "Τό βιβλίο τῆς ζωῆς Πρωτοπρεσβύτερου Στέφανου Κ. Ἀναγνωστόπουλου "Ἡ «Εὐχή» μέσα στόν κόσμο"


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου