Το καντηλάκι


Ότι κι αν έκανε η μάνα για το παιδί της, αυτό πήγαινε στα χαμένα. Όσες προσπάθειες κι αν έκανε να το φέρει στο δρόμο του Θεού, ήτανε άκαρπες. Άσπρο η μάνα, μαύρο ο γιος.
Κι όσο έβλεπε να βγαίνουν από τα χέρια της, με την χάρη του Θεού, παιδιά υπέροχα, έξυπνα, χρήσιμοι άνθρωποι στην Κοινωνία, παιδιά περή­φανα που την είχανε δασκάλα και το δικό της το μοναδικό παιδί, πού του αφοσιώθηκε ολότελα σαν έμεινε χήρα, να μην κάνει, να μην θέλει τίποτε, να μην αποφασίζει για κάτι, της ερχότανε τρέλα.

Μέρες, εβδομάδες, μήνες έλειπε από το σπίτι.
Η μάνα λοιπόν περίμενε. Πάντα περίμενε μια αλλαγή. Η προσευχή της, το λιβάνι που έκαιγε, το καντηλάκι πού άναβε, ήταν όλα, μα όλα γι' αυτό το παιδί.
Κάποτε παρουσιάστηκε στο σπίτι, γιατί πήρε την ααπόφαση να πάει στρατιώτης. «Καλό σημάδι» είπε μέσα της η μάνα.
Πέρασε όλη την θητεία του σε φυλάκιο του Έβρου. Δεν ήρθε να την δει ούτε μια φορά. Κι η μάνα δεν άφησε το εικονοστάσι χωρίς λάδι και δά­κρυ ούτε ένα βράδυ.
Κάποτε απολύθηκε. Μάιο μήνα ήρθε ίσια στο σπίτι. Χαρούμενος, κεφάτος, σαν να μην έλειψε ούτε μια μέρα. Της ζήτησε χρήματα να πάει λίγες μέρες στη θάλασσα με κάτι φίλους. Του έδωσε αμέσως.
Ένοιωθε να παλεύει η μάνα με κάποιον στήθος με στήθος. Κι αυτός ο κάποιος δεν ήταν το παιδί της.
Ήταν το πνεύμα του κακού που έπρεπε να το νικήσει το πνεύμα του Θεού.
Πέρασαν δέκα μέρες κι όλη η παρέα γύρισε. Γύ­ρισαν χαρούμενοι, Είπανε τα νέα τους.
- Μάνα, σου έφερα ένα δώρο. Είπα να μην έρ­θω με άδεια χέρια αυτή τη φορά. Άνοιξέ το να δούμε αν σου αρέσει.
- Δώρο από σένα αγόρι μου και δεν θα μου αρέσει; Και μόνο που με σκέφτηκες φτάνει,
- Άνοιξέ το, λοιπόν...
Η μάνα παίρνει το δέμα και το ανοίγει. Μόλις αντίκρισε το δώρο πάγωσε. Τα δάκρυα αυλάκωσαν τα μάγουλά της. Ήταν ένα πανέμορφο καντηλάκι, σπάνιας τέχνης.
- Μάνα, σε έβλεπα πρωί και βράδυ να ανάβεις το καντήλι και ήξερα, ήμουνα βέβαιος πώς το έκανες για μένα. Στην σκέψη μου, στην θύμηση μου σ' έφερνα πάντα μπροστά στο καντηλάκι. Τίποτε δεν μου ξέφευγε από όσα έκανες, από όσα υπέφε­ρες. Κάποιο μέρος ήθελα να 'χω σε αυτή σου την λαχτάρα. Άντε λοιπόν, σήκω. Έλα μπράβο, βάζω το καντηλάκι, βάζεις, το λάδι και το ...δάκρυ..
Μα σού έφερα ένα ακόμη δώρο. Άνοιξέ το...
Πήρε η μάνα το δεύτερο δώρο, το ανοίγει και τι να δει! Ένα καντήλι!
- Κι άλλο, παιδάκι μου; Δίδυμα ήτανε;
- Αυτό για το σαλόνι, Φωνάξαμε τον πατέρα Γρηγόριο να κάνει αγιασμό και βρήκε το σαλόνι χωρίς καντήλι. Ξέρεις πόσο ντροπιάστηκα; Ολόκληρο σαλόνι χωρίς καντήλι;
Λάδι και δάκρυ χρειάζονται τα παιδιά μας, Με λάδι και δάκρυ δεν χάνονται ποτέ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου